- πλήγματα
- πλή̱γματα , πλῆγμαstrokeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλήγμα — το / πλῆγμα, ΝΜΑ χτύπημα (α. «πλήγμα στον κρόταφο με λοστό» β. «μετώπων πλήγματα» Σοφ. γ. «δεινὰ πλήγματα γεινειάδων», Ευρ.) νεοελλ. μτφ. γεγονός που προκαλεί βαθιά λύπη ή σοβαρή υλική ή ηθική ζημιά (α. «ο θάνατος τού παιδιού του ήταν μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… … Dictionary of Greek
αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… … Dictionary of Greek
ανταίος — Μυθολογικό πρόσωπο.Γίγαντας, γιος του Ποσειδώνα και της Γαίας. Βασίλευε στη Λιβύη και προκαλούσε όσους ξένους έφταναν στο βασίλειό του να αγωνιστούν μαζί του (η λέξη ανταίος σημαίνει αντίπαλος). Τους νικούσε όμως όλους, επειδή μόλις έβλεπε πως… … Dictionary of Greek
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
διασπαθίζω — 1. καταφέρω πλήγματα με τη σπάθα, σπαθίζω 2. κατασπαταλώ … Dictionary of Greek
ειδωλολατρία — Η λατρεία που αποδίδεται στα είδωλα (βλ. λ. είδωλο). Οι ελληνόφωνοι Εβραίοι και οι πρώτοι χριστιανοί χαρακτήριζαν ειδωλολάτρες εκείνους που λάτρευαν τις διάφορες θεότητες του ελληνικού, ρωμαϊκού, αιγυπτιακού και ανατολικού πανθέου. Οι λατινόφωνοι … Dictionary of Greek